ταξιδευτής

ταξιδευτής
ο
θηλ. ταξιδεύτρ(ι)α
1. αυτός που ταξιδεύει συχνά, ο ταξιδιάρης: Πολλές φορές πάει στην Αθήνα· είναι ταξιδευτής.
2. ταξιδιώτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταξιδευτής — ο, θηλ. ταξιδεύτρ(ι)α, Ν [ταξιδεύω] 1. αυτός που ταξιδεύει συχνά, ταξιδιάρης 2. ταξιδιώτης …   Dictionary of Greek

  • πρωτοταξιδιάρης — ο, Ν ο πρώτος, ο πιο ικανός ή ο πιο φημισμένος ταξιδευτής («είχα αδερφό στην ξενιτιά και πρωτοταξιδιάρη», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • στράβων — Αρχαίος Έλληνας γεωγράφος και ιστορικός (Αμάσεια του Πόντου γύρω στα 63 π.Χ. – μετά το 21 μ.Χ.). Ακούραστος ταξιδευτής, επισκέφτηκε σχεδόν όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Έπειτα από ένα έργο που δεν σώθηκε (Ιστορικά υπομνήματα, σε 4 βιβλία) όπου… …   Dictionary of Greek

  • ταξιδιώτης — ο, θηλ. ταξιδιώτισσα, Ν 1. αυτός που ταξιδεύει, ταξιδευτής 2. εμποροϋπάλληλος που περιοδεύει 3. επιβάτης ταξιδιωτικού μέσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. ώτης (πρβλ. στρατι ώτης)] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιμπν Μπατούτα — (Ibn Batuta,Ταγγέρη 1304 – Φεζ 1377). Άραβας περιηγητής. Είναι γνωστός και ως «ο ταξιδευτής του Ισλάμ». Πραγματοποίησε πολυάριθμα ταξίδια στον ισλαμικό κόσμο, στην κεντρική και νότια Ασία και στην Άπω Ανατολή, για τα οποία άφησε ακριβείς… …   Dictionary of Greek

  • Μααλούφ, Αμίν — (Amin Maalouf, Βηρυτός 1949 –). Λιβανέζος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Φοίτησε σε σχολεία ιησουιτών της Βηρυτού και σπούδασε κοινωνιολογία και οικονομικά. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα της Βηρυτού αν Ναχάρ και ταξίδεψε… …   Dictionary of Greek

  • πολυπλάνητος — πολυπλάνητος, η, ο και πολυπλανεμένος, η, ο αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, που ταξίδεψε σε πολλά μέρη, που έπαθε πολλά: Πολυπλάνητος ταξιδευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλαπόδημος — η, ο αυτός που αγαπάει τα ταξίδια, ταξιδευτής, ταξιδιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”